μιγμάτων

μιγμάτων
μίγμα
mixture
neut gen pl
μῑγμάτων , μῖγμα
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… …   Dictionary of Greek

  • ευδιόμετρο — Συσκευή για τον ποσοτικό προσδιορισμό των αερίων, τα οποία συμμετέχουν σε μια χημική αντίδραση. Το ε. αποτελείται από έναν γυάλινο βαθμονομημένο σωλήνα με πολύ ισχυρά τοιχώματα, ο οποίος μπορεί να παίρνει διάφορα σχήματα. Στη μία άκρη του σωλήνα… …   Dictionary of Greek

  • νιτρογλυκερίνη — Προϊόν που προέρχεται από τη νίτρωση της γλυκερίνης με ένα μείγμα νιτρικού και θειικού οξέος. Ανάλογα με το είδος της επεξεργασίας, προκύπτουν διάφορες v., μεταξύ των οποίων η ν., που παρασκευάστηκε το 1846 από τον Ιταλό χημικό Ασκάνιο Σομπρέρο.… …   Dictionary of Greek

  • νιτρογλυκόλη — η (χημ). αζωτούχα οργανική ένωση, δινιτρικός εστέρας τής γλυκόλης, άχρωμο υγρό αδιάλυτο στο νερό, το οποίο εκρήγνυται εύκολα και χρησιμοποιείται αντί τής νιτρογλυκερίνης για την παρασκευή εκρηκτικών μιγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • ορυκτέλαιο — το (χημ. τεχνολ.) γενικός χαρακτηρισμός υδρογονανθράκων και τών μιγμάτων τους που έχουν άμεση φυσική προέλευση αλλά συνηθέστερα είναι προϊόντα απόσταξης τού πετρελαίου και που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία ως λιπαντικά, ως διηλεκτρικά και σε… …   Dictionary of Greek

  • παγωτό — το δροσιστικό γλύκισμα το οποίο παρασκευάζεται με τεχνητή ψύξη μιγμάτων από γάλα, ζάχαρη, χυμούς φρούτων ή σοκολάτα και αβγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + κατάλ. ωτό κατά το αμυγδαλ ωτό] …   Dictionary of Greek

  • πολυεστέρας — ο, Ν (χημ. τεχνολ.) 1. συν. στον πληθ. οι πολυεστέρες συνοπτική ονομασία πολυμερών ενώσεων, που παράγονται με ποικίλες αντιδράσεις, όπως είναι η πολυσυμπύκνωση μιας δισθενούς αλκοόλης με ένα δικαρβονικό οξύ, η πολυσυμπύκνωση ενός διεστέρα με μια… …   Dictionary of Greek

  • στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… …   Dictionary of Greek

  • Μάρτιν, Άρτσερ Τζον Πόρτερ — (Archer John Porter Martin, Λονδίνο 1910 – 2002). Βρετανός βιοχημικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ το 1932 και άρχισε έρευνα σε εργαστήριο χημείας τροφίμων, εκπονώντας παράλληλα το διδακτορικό του. Από το 1938 ξεκίνησε να… …   Dictionary of Greek

  • Σόρενσεν, Σόρεν Πέτερ Λάουριτς — (Sorensen). Δανός βιοχημικός και φυσικοχημικός (1868 1939). Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης. Επινόησε μια από τις γενικές μεθόδους σύνθεσης των αμινοξέων και μια μέθοδο ποσοτικού προσδιορισμού του αμινικού αζώτου. Εισήγαγε την ένοια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”